σπιδόθεν

σπιδόθεν
Α
επίρρ. μακρόθεν, από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *σπίδος (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + επιρρμ. κατάλ. -θεν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπιδής — ές, Α μακρός, εκτεταμένος («διὰ σπιδέος πεδίοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία απαντά μόνο στη γεν. (πρβλ. τη φρ. τής Ιλιάδας «διά σπιδέος πεδίοιο»), απ όπου οδηγούμαστε σε έναν τ. ονομαστικής σπιδής ή, κατ άλλη άποψη, πιο πιθανή,… …   Dictionary of Greek

  • σπιθαμή — η / σπιθαμή, ΝΜΑ, και πιθαμή, Ν 1. το διάστημα ανάμεσα στον αντίχειρα και στο μικρό δάχτυλο τεντωμένου χεριού (α. «μια σπιθαμή απόσταση» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ πλάτος πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», Αριστοτ.) 2. (για χρόνο)… …   Dictionary of Greek

  • sp(h)ē(i)-3, spī- and sphē- : sphǝ- —     sp(h)ē(i) 3, spī and sphē : sphǝ     English meaning: to succeed, prosper; to fatten, etc..     Deutsche Übersetzung: “gedeihen, sich ausdehnen = dick werden, vorwärtskommen, Erfolg haben, gelingen”     Material: O.Ind. sphü yatē “wird fat,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”